μεσσοπαγής

μεσσοπαγής
μεσοπαγής
fixed up to the middle
masc/fem nom sg (epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μεσσοπαγής — μεσσοπαγής, ές (Α) (ποιητ. τ.) βλ. μεσοπαγής …   Dictionary of Greek

  • μεσοπαγής — και επικ. τ. μεσσοπαγής, ές (Α) αυτός που είναι μπηγμένος, χωμένος μέχρι τη μέση («μεσσοπαγὲς δ ἄρ ἔθηκε κατ ὄχθης μείλινον ἔγχος», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * παγής(< θ. παγ , πρβλ. ἐ πάγ ην τού πήγνυμι), πρβλ. δροσο παγής, χρυσο παγής… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”